- στεφανωματική
- στεφανωματικόςused for making garlandsfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορύμβιον — κορύμβιον, τὸ (Α) 1. (υποκορ. τού κόρυμβος) μικρός λοφίσκος άνθους ή καρπού κισσού 2. το φυτό λυχνίς η στεφανωματική … Dictionary of Greek
αγριοσάλακας — Κοινή ονομασία του φυτού ανεμώνη η στεφανωματική, της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Είναι πολυετής, κονδυλόρριζη πόα, ύψους 20 30 εκ. Ανθεί απ΄΄ο τον Φεβρουάριο έως τον Μάιο. Τα άνθη του είναι μεγάλα, άσπρα, μπλε, κόκκινα ή ρόδινα, με 5 8… … Dictionary of Greek